- ενειλώ
- ἐνειλῶ, -έω (Α)1. περιτυλίσσω2. εμπλέκω κάποιον σε κάτι («Κῡρov δὲ τοῑς πολεμίοις ἐνειλούμενον», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διενειλώ — διενειλῶ ( έω) (Α) [ενειλώ] 1. περιτυλίσσω 2. περιπλέκω … Dictionary of Greek
είλω — εἴλω και εἰλῶ ( έω) και ἴλλω (Α) 1. περικλείω, πιέζω 2. εμποδίζω, προλαβαίνω («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.) 3. εγκλείω, καλύπτω, προστατεύω («ὑπ ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας», Καλλίνος) 4. συμπιέζω, συνθλίβω (π.χ. ελιές ή σταφύλια) 5. (για άνθρωπο … Dictionary of Greek